ἀκατασκεύαστος, -ον
I no equipado, sin armar de un barco, Chrys.M.62.131.
II
φάρμακονThphr.HP 9.16.6.
2 informe, caótico
γῆLXX Ge.1.2,
λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀ.1Apoc.19.
3 no fabricado
σοφία καὶ δύναμις ... ἀχειροποίητοι ... καὶ ἀκατασκεύαστοιGr.Nyss.Ar.et Sab.80.15
•fig. sencillo, no rebuscado Plu.Vit.Hom.218,
γέγονε τοῦτο, οὐ προθεμένης μοι τῆς γνώμης ἀλλ' ἀ. οὕτω παρελθόνSynes.Ep.137.273.
III adv. -ως sencillamente
ἁπλῶς καὶ ἀ.D.H.Is.15.2
•sin prueba Origenes Cels.4.58.