ἀκαταμάχητος, -ον
invencible, inexpugnable
ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότηταLXX Sap.5.19,
τὸ ἡγεμονικόνM.Ant.8.48,
(ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητονEuagr.Pont.Schol.Pr.135.2,
τεῖχοςSEG 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)
•neutr. subst. τὸ ἀ. la inquebrantabilidad de los mandamientos de Dios, Didym.in Ps.cat.118.152.