< ἀκατάκλειστος
ἀκατάκλυστος >
ἀκατακλινής
,
-ές
indoblegable
τὸ ἄτρεπτον, τὸ ἀ., τὸ ἀμείλικτον
Procl.
in Ti
.3.258.22.