< ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδούλωτος >
ἀκαταδίκαστος
,
-ον
no condenado
,
no juzgado
ἀναμάρτητος καὶ ἀ.
Ath.Al.M.26.1105A, 1117C,
indemnatus
,
Gloss
.2.222.