< ἀκατάγγελτος
ἀκατάγνωστος >
ἀκαταγέλαστος
,
-ον
no risible
,
que escapa al ridículo
ἀκαταγελαστον μου τὴν ἐνταῦθα εἴσοδον διαφύλαξον
A.Io
.22.6.