< ἀκανθοφόρος
ἀκανθυλλίς >
ἀκανθόχοιρος
,
-ου, ὁ
puerco espín
,
Cyran
.2.13.2,
Phys
.G 62.2, Hsch.s.u.
ἐχῖνοι
, Procop.Gaz.M.87.1532A,
Anecd.Ludw
.81.11.