< Ἀκανθῶν πόλις
ἀκάνια· >
ἀκανθωτός
,
-ή, -όν
en forma de hoja de acanto
θύρωμα ἔχον ἥλους περιηργυρωμένους ἀκανθωτούς
ID
1439Abc.1.45, 1450.47 (ambas II a.C.).