< ἀκανθοφάγος
ἀκανθοφορία >
ἀκανθοφορέω
• Alolema(s):
contr.
-ῶ
tener
,
salirle espinas
ῥάμνος
Thphr.
HP
3.18.2, cf. Dsc.3.18, Gr.Naz.M.35.949B.