< ἀκανθολαβίς
ἀκανθολόγος >
ἀκανθολογία
,
-ας, ἡ
fig.
recogida
,
cosecha de espinas
ἐπίπονος ἡ ἀ. τοῖς ἀκανθώδη σπέρματα καταβαλλομένοις τῷ βίῳ
Gr.Nyss.
Beat
.131.6.