< ἀκανθίων
ἀκανθοβάτις >
ἀκανθοβάτης
,
-ου
• Prosodia:
[ᾰκανθοβᾰ-]
caminante entre espinas
σῆτες ἀκανθοβάται
de los gramáticos
AP
11.322 (Antiphan.).