< ἀκακοπαθήτως
ἀκακοποιός >
ἀκακοποίητος
,
-ον
indemne
,
no dañado
ἀποκαταστήσειν εἰς τὴν πόλιν τὸν γόμον ἀκακοποίητον
SB
8754.18 (I a.C.).