< ἀκαιρολογέω
ἀκαιρολόγος >
ἀκαιρολογία
,
-ας, ἡ
divagación
,
digresión
,
charla inoportuna
οὔτε ἀκαιρολογίας οὔτε ἀσαφείας
D.H.
Lys
.4.4,
glos. a βαττολογία
Hsch.
β
340.