ἀκαθαρσία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Epid.6.3.1; -αρτία IOrac.Dodon.14 (IV/III a.C.)
I
ὅταν τινὲς ἀκαθαρσίαι γίγνωνται διὰ νόσους σώματος περὶ τὸ ἧπαρPl.Ti.72c,
τῶν ἀγγείωνHp.l.c., cf. Gal.9.651
•en heridas o llagas, Hp.Fract.31.
2 suciedad, porquería, basura
παραδώσω τὸν τόπον καθαρὸν ἀπὸ κοπρίων καὶ ἀκαθαρσίαςPOxy.2109.45 (III d.C.), cf. BGU 1117.27 (I a.C.), PMerton 76.25 (II d.C.).
II fig.
1 impureza moral, depravación
ὑπερβολὴ ἀκαθαρσίαςdel que acusa a su huésped, D.21.119, cf. Ph.1.72,
ἀσελγίᾳ καὶ ἀκαθαρσίᾳ ... χρώμενοςD.C.46.18.6,
τὴν περὶ τούτων ἄγνοιαν καὶ ἀπάτην ἀνοσιουργίαν καὶ ἀκαθαρσίαν νενόμικαςque la ignorancia y el error en torno a la divinidad son impiedad e impureza Porph.Ep.Aneb.1.5,
διδάσκαλος ἀκάθαρτον μεθίστησιν τῆς ἀκαθαρσίαςDidym.Gen.196.17.
2 impureza ritual LXX Le.15.3, IOrac.Dodon.l.c.