< Ἀθῷος
ἀθῳόω >
ἀθῳότης
,
-ητος, ἡ
inocencia
Aq.
Ps
.25.6,
μάρτυρα τῆς ἀθῳότητος ὁ Δαυὶδ τὸν θεὸν ἐκάλεσε
Ast.Soph.
Hom
.13.25, cf. 30.