< ἀθῠροστομία
ἄθυρσις >
ἀθῠρόστομος
,
-ον
que no cierra la boca
,
que no calla
del eco
, S.
Ph
.188, de pers.
τῆς ἀρετῆς οὐδέποτε νικωμένης τοῖς τῶν ἀθυροστόμων ψόγοις
Pall.
V.Chrys
.19.186.