< ἀθάλασσος
ἀθᾰλάττωτος >
ἀθᾰλάττευτος
,
-ον
• Alolema(s):
ἀθαλάσσ-
Poll.1.121
sin experiencia en navegación
Ar.
Ra
.204, cf.
Tz.Comm
.Ar.3.760.11,
νῆες
Poll.l.c.,
ναύτης
Rh
.1.591.16.