< Ἀθερίων
ἄθερμος >
ἀθέρμαντος
,
-ον
frío
,
apagado
ἑστία
A.
Ch
.629,
Τάρταρος
Chrys.M.60.735, cf. Sch.Hes.
Th
.5a,
σώματα
Gal.7.40, cf. 18(2).457,
ἀήρ
Alex.Aphr.
Pr
.1.113.