< ἀθαμβής
ἀθαμβίη >
ἀθάμβητος
,
-ον
libre de temor
διαφύλαξόν με ... ἀθάμβητον ἐπὶ τὸν τῆς ζωῆς μου χρόνον
PMag
.4.1080, cf. 4.1064, 62.37.