< ἀθυρμάτιον
ἀθύρμιον >
ἀθυρματώδης
,
-ες
frívolo
de ejercicios atléticos
ἀθυρματώδη τὴν ἄνευ συμπλοκῆς μάχην
Nil.M.79.897D, cf.
Tz.Comm
.Ar.2.644.3.