< ἄθροος
Ἄθρουλα >
ἀθροότης
,
-ητος, ἡ
totalidad
,
conjunto
κατὰ ἀθροότητα op. κατὰ μέρη
Epicur.
Ep
.[3] 106,
τῇ ἀθροότητι καὶ τῷ πλήθει τοῦ θερμοῦ
Alex.Aphr.
Pr
.1.43, cf. 59, 80.