ἀθροισμός, -οῦ, ὁ
I de pers. reunión, agrupación
τοὺς ἀθροισμοὺς τοὺς ἐν τοῖς ὅπλοιςlas levas Plb.4.22.10, cf. Poll.1.176,
μισθοφόρωνMax.Tyr.35.7,
δούλωνPoll.9.143.
II de cosas
1 acumulación, agrupación de átomos, Epicur.Ep.[3] 90, Nat.14.37.5,
χρημάτωνD.S.5.77
•ret. acumulación
ἀθροισμοί καὶ μεταβολαὶ καὶ κλίμακεςLongin.23.1,
ἀθροισμός, cum plures sensus breuiter ... in unum locum coaceruantIsid.Etym.2.21.40.
2 concentración, condensación Emp.A 30, de la savia
ἀ. εἰς ταῦτα γένηται τῆς γονίμου δυνάμεωςThphr.CP 5.2.1,
πνεύματοςThphr.Vent.34, cf. abs., Thphr.CP 1.10.7, Thphr.Ign.73, de la ira, Aq.Ps.29(30).6.