< ἀθλητικός
ἀθληφόρος >
ἀθλήτρια
,
-ας
atleta
,
campeona
ref. a mártires cristianos
ὦ πάντες εὐσεβεῖς ἀθληταὶ καὶ ἀθλήτριαι
Aët.
Synt
. en Epiph.Const.
Haer
.76.11.2.