ἀθλιόω
1 hacer desgraciado, miserable
πενία ἠθλίωσεRom.Mel.39.ζʹ.8
•med.-pas. sentirse, ser desgraciado
μᾶλλον ὁ ἐχθρός ... ἀθλιοῦται ἢ ὁ ἀδικούμενοςOlymp.in Grg.24.9,
ἠθλιωμένον τέλοςfinal desdichado Tz.H.3.367.
2
†ἠθλίομαι· ἀκολάστως διαγήοχαHsch. (¿error por ἠθλίωμαι?).