ἀθεσμία, -ας, ἡ
comportamiento contrario a la ley o a la moral, inmoralidad
(ὁ Χριστός) βεβηλωμένος ἀπὸ ἀθεσμιῶν ἡμῶνAq. en Eus.Is.53.5,
δαίμονες ... πάντα τὰ μέλη τῇ ἀθεσμίᾳ καχλάζειν καὶ κυματοῦσθαι ποιοῦσινNil. en Io.D.M.95.1169B,
Λώτ ... μεταξὺ τοσαύτης ἀσεβείας καὶ παρανομίας καὶ ἀθεσμίας στρεφόμενοςBasil.M.31.1397C.