< ἀθέλβω
ἀθελγία >
ἀθελγής
,
-ές
1
no calmado
,
no confortado
ὀπωπή
Nonn.
D
.31.154.
2
que no regocija
o
seduce
οἴνου μὴ παρεόντος ἀθελγέες εἰσὶ χορεῖαι
Nonn.
D
.12.261, cf. 42.248.