< ἀθανατικός
ἀθανατισμός >
ἀθανάτισις
,
-εως, ἡ
apoteosis
ἀποκολοκύντωσιν αὐτὸ ὥσπερ τινὰ ἀθανάτισιν ὀνομάσας
D.C.60.35.3.