ἀθαλλής, -ές


marchito δένδρεον Orác. en Heraclid.Pont.50, αἱ δάφναι Plu.Pomp.31
fig., subst. τὸ ἀ. marchitamiento, improductividad τῆς πρὶν βλαστηφόρου προφητικῆς χάριτος Anon.Hier.Luc.20.12.