< ἀζυμίτης
ἄζυμος >
ἀζυμοβορία
,
-ας, ἡ
la comida sin levadura
e.e.
la Pascua
ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀζυμοβορίας
Ps.Caes.218.97, cf. 96.13.