< ἄζῠγος
ἀζυμίτης >
ἀζυγοστάτητος
,
-ον
imponderable
neutr. subst. τὰ ἀ.:
τίς ζυγοστατεῖ τὰ ἀζυγοστάτητα;
Leont.Const.
Hom
.14.262.