< ἀζηλοτύπητος
ἀζήλωτος >
ἀζηλότυπος
,
-ον
libre de envidia
Plu.
Comp.Lyc.Num
.3,
τὸ ἦθος τῶν ἀδελφῶν
Basil.
Ep
.160.3.