< †ἀζάια·
ἀζαλαί· >
ἀζαίνω
secar
,
desecar
εἰσόκε λάχνην Σείριος ἀζήνῃ
Nic.
Th
.205,
ἀζάνθη· ἐξηράνθη
Hsch.
• Etimología:
Cf. ἄζα.