< ἀειφεγγία
ἀειφιλόδικος >
ἀείφθογγος
,
-ον
siempre parlante
,
locuaz
ἀείφθογγος τῶν θείων ὀργάνων
Ps.Caes.1.49,
λάλος ... ἡ χελιδὼν καὶ ἀείφθογγος
Ps.Caes.146.173.