< ἄειρος
ἀείρροος >
ἀείρρητος
,
-ον
sent. dud.
ἀρητόν· ἐπικατάρατον ἢ ἐπιβλαβῆ ἢ ἀείρρητον
Sch.Er.
Il
.24.741 (quizá error o text. corrupto).