< ἀεροσκόπος
ἀεροτόμος >
ἀερότεμις
,
-ιδος
que corta el aire
como etim. del n. de
Ἄρτεμις
Porph.
Fr
.359.58, cf. Thdt.
Affect
.3.45, Lyd.
Mens
.2.2.