< ἀέριστος
ἀερῖτις >
ἀερίτης
,
-ου, ὁ
cierta
piedra preciosa
ἀ. λίθος
Ps.Callisth.120.18, Anon.Alch.360.13. Cf. quizá ἀεροειδής
I 1
.