< ἀερσῐπόρος
ἀερσῐπότητος >
ἀερσῐπότης
,
-ου
que vuela alto
κύκνοι
Hes.
Sc
.316, cf. Stesich. en
POxy
.3876.35.2,
AP
5.299 (Agath.), Nonn.
D
.12.97.