< ἀερσίνοος
ἀερσῐπόδης >
ἀερσῐπέτης
,
-ου
• Alolema(s):
-πέτας
Stesich. en
POxy
.3876.35.2 (var.)
volador
Stesich.l.c.,
οἰωνοί
Q.S.3.211, 6.49.