< Ἀέροπος
ἀερόπους >
ἀεροποτέομαι
volar por el aire
ζητοῦσα ἀεροποτουμένη τὸν Ἀμμωνίωνα
Suppl.Mag
.38.11 (pero quizá error por ἀεροπετ-, cf. ἀεροπετέω).