< ἀεροβᾰτέω
ἀεροβατικός >
ἀεροβάτης
,
-ου
• Prosodia:
[ᾱεροβᾰ-]
• Morfología:
[gen. plu. -βατᾶν
Lyr.Adesp
.88]
que anda por el aire
ἀεροβατᾶν ... ἀνέμων
Lyr.Adesp
.l.c.,
δρομεύς
Chrys.M.50.786.