< ἀέναος
ἀένιος >
ἀενάων
,
-ουσα, -ον
• Alolema(s):
ἀιέν-
Hes.
Op
.550
• Prosodia:
[ᾱενᾰ-]
que fluye siempre
ὕδατα
Od
.13.109,
ποταμοί
Hes.l.c.,
κρήνη
Antim.136.