< ἀέλλεται·
ἀελλής >
ἀελλήεις
,
-εσσα, -εν
veloz como el viento
νεβρός
Nonn.
D
.5.322,
ὄρνις
Nonn.
D
.12.75,
φήμη
Nonn.
D
.14.18,
ταρσός
Io.Gaz.1.244.