< ἄελλον·
ἀελλόπος >
ἀελλοπόδης
,
-ου
de pies como el viento
,
veloz
de Pegaso
, Ibyc.223(a).2.21
S
.,
del onagro
, Opp.
C
.3.184,
de la liebre
, Opp.
C
.1.413,
θυγατέρες λυκάβαντος ἀελλοπόδοιο τοκῆος
Nonn.
D
.11.486.