ἀειφόρος, -ον
• Alolema(s): ἀεί- Hymn.p.22M.
siempre productivo S.Fr.580,
ὥσπερ ... πρέμνον ἀείφορον ἄγγος τὸ ἔλαιον ἔβρυσεHymn.l.c., cf. anón. en PWash.Univ.70.2.3.
ὥσπερ ... πρέμνον ἀείφορον ἄγγος τὸ ἔλαιον ἔβρυσεHymn.l.c., cf. anón. en PWash.Univ.70.2.3.