< ἀείφᾰτος
ἀειφεγγία >
ἀειφεγγής
,
-ές
siempre brillante
ὁ θεός
Corp.Herm
.18.14,
τὸ μεσημβρινὸν πνεῦμα
Gr.Nyss.
Hom. in Cant
.301.9.