< ἀείδασμος
ἀείδελος >
ἀειδέλιος
,
-ον
1
maldito
,
terrible
Hsch.
α
1263,
EM
α
321.
2
ἀειδέλιον· κακόν, κορυφαῖον, ἄδηλον
EM
α
320.