< ἀεθλ-
ἀεθλευτικός >
ἀεθλευτήρ
,
-ῆρος, ὁ
atleta
ἀεθλευτῆρσι βίον καὶ πλοῦτον ἄφυσσαν
Gr.Naz.M.37.1517 (pero
ἀθλευτῆρσι
Lex.Gr.Naz
.
α
78).