< ἀδῐκότροπος
ἀδῐκοχρήμᾰτος >
ἀδῐκόχειρ
,
-χειρος, ὁ, ἡ
uel
ἀδῐκόχειρας
,
ὁ
de mano injusta
de pers., S.
Fr
.977.