< ἀδηφάγος
ἀδιάβατος >
ἀδῄωτος
,
-ον
no arrasado
χώρα
X.
HG
3.1.5,
Λακωνική
Plu.2.194b, cf. Ael.
VH
13.42,
τοὺς ... ἀγρούς
Syrian.
in Hermog
.2.33.19.