< ἀδυσφημήτως
ἀδυσφόρεια >
ἀδύσφημον
,
-ου, τό
buena fama
φ]υλάξαι τὸ ἀ. σεαυτῷ ἐν ἅπασι
PRoss.Georg
.3.16.16 (VI d.C.).