< ἀδίοπος
ἀδιόρατος >
ἀδίοπτος
,
-ον
opaco
σώματα
Alex.Aphr.
De An
.148.4,
ἀδίοπτον δὲ πᾶν τὸ στερρὸν καὶ μὴ διαφανὲς ὄν
Anon.Paris
.40.